- ανάλγητος
- -η, -οαυτός που δεν αισθάνεται πόνο, αναίσθητος, άπονος (κυριολ. και μτφ.): Στεκόταν ανάλγητος μπροστά στη δυστυχία των άλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάλγητος — without pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλγητος — η, ο (Α ἀνάλγητος, ον) (για ανθρώπους) 1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος 2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος αρχ. (για πράγματα) 1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη 2. ανηλεής, σκληρός 3.… … Dictionary of Greek
ἀναλγήτως — ἀνάλγητος without pain adverbial ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλγητον — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc sg ἀνάλγητος without pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγητότατος — ἀνάλγητος without pain masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγητότεροι — ἀνάλγητος without pain masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτοις — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτου — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτους — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγήτων — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)